δώσουσ' — δώσουσα , δίδωμι Aër. fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δώσουσι , δίδωμι Aër. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δώσουσι , δίδωμι Aër. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) δώσουσαι , δίδωμι Aër. fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
PROSTIBULUM, a PROSTANDO — quae venalem pudorem habet: alias prostituta, locô Suetonii mox citandô: Graece ἀπὸ τέγους πόρνη. Epist. apocr. Idremiae, Δώσουσι δὲ ἀπ᾿ αὑτῶν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ τέγους πόρναις. Τ´εγος enim seu ςτέγος, alias κλισία, cesta meretricia est, οἴκημα… … Hofmann J. Lexicon universale
μέριμνα — η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα) φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοια νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναι σκοτούρες, βάσανα μσν. 1. προβληματισμός 2. στενοχώρια 3. περίσκεψη, επαγρύπνηση 4. επιδίωξη, προετοιμασία για να… … Dictionary of Greek
σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου … Dictionary of Greek
ψευδόχριστος — ο, ΝΜΑ ψεύτικος Χριστός, άτομο που εμφανίζεται ως Χριστός («ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῑα μεγάλα», ΚΔ) μσν. αρχ. ο ψευδοχριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Χριστός] … Dictionary of Greek