δώσουσι

δώσουσι
δίδωμι
Aër.
fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
δίδωμι
Aër.
fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic)
δώσων
always going to give
masc dat pl (attic epic doric ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δώσουσ' — δώσουσα , δίδωμι Aër. fut part act fem nom/voc sg (attic epic doric ionic) δώσουσι , δίδωμι Aër. fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) δώσουσι , δίδωμι Aër. fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) δώσουσαι , δίδωμι Aër. fut… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • PROSTIBULUM, a PROSTANDO — quae venalem pudorem habet: alias prostituta, locô Suetonii mox citandô: Graece ἀπὸ τέγους πόρνη. Epist. apocr. Idremiae, Δώσουσι δὲ ἀπ᾿ αὑτῶν καὶ ταῖς ἐπὶ τοῦ τέγους πόρναις. Τ´εγος enim seu ςτέγος, alias κλισία, cesta meretricia est, οἴκημα… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • μέριμνα — η (ΑM μέριμνα, Μ και μέρεμνα) φροντίδα, ενδιαφέρον για κάποιον ή για κάτι, έγνοια νεοελλ. μσν. στον πληθ. οι μέριμνες, αἱ μέριμναι σκοτούρες, βάσανα μσν. 1. προβληματισμός 2. στενοχώρια 3. περίσκεψη, επαγρύπνηση 4. επιδίωξη, προετοιμασία για να… …   Dictionary of Greek

  • σημείο — Μια από τις αρχικές έννοιες, στις οποίες βασίζεται η ευκλείδεια γεωμετρία· για τον Ευκλείδη το σ. ήταν κάτι, που «δεν είχε μέρη» («σημείον δ’ έστΐν ού μέρος ούδέν»), το αδιαίρετο στοιχείο (χωρίς διαστάσεις), το πρώτο συστατικό στοιχείο του χώρου …   Dictionary of Greek

  • ψευδόχριστος — ο, ΝΜΑ ψεύτικος Χριστός, άτομο που εμφανίζεται ως Χριστός («ἐγερθήσονται γὰρ ψευδόχριστοι καὶ ψευδοπροφῆται καὶ δώσουσι σημεῑα μεγάλα», ΚΔ) μσν. αρχ. ο ψευδοχριστιανός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο) * + Χριστός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”